Ασυνέχεια
στην εκμάθηση της επιλεγμένης δεύτερης ξένης γλώσσας αλλά και συνέπεια στην
υποκριτική πολιτική.
Η επαφή των παιδιών με τις ξένες γλώσσες ήδη
από πολύ μικρή ηλικία ευνοεί τη γρήγορη εκμάθησή τους, την καλύτερη γνώση της
μητρικής γλώσσας και τη βελτίωση των επιδόσεων σε άλλους τομείς. Για τους
λόγους αυτούς, οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ προωθούν (προφανώς όχι όλοι) τη
διδασκαλία τουλάχιστον δύο ξένων γλωσσών από πολύ μικρή ηλικία. Η ανακοίνωση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των
Περιφερειών (22.11.2005) μεταξύ άλλων
αναφέρει «η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε πολύ νεαρή ηλικία προσφέρει
πλεονεκτήματα [...], εφόσον οι τάξεις είναι αρκετά μικρές, [...] και εφόσον
αφιερώνεται επαρκής χρόνος στο αναλυτικό πρόγραμμα για τη διδασκαλία των ξένων
γλωσσών».
Τι
κάνει το υπουργείο Παιδείας; Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4692/2020 (Α’ 111),
το μάθημα της Β’ ξένης γλώσσας εντάσσεται στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα
των Ε’ και ΣΤ’ γενικών τάξεων του δημοτικού για δύο (02) διδακτικές ώρες
εβδομαδιαίως. Σύμφωνα με την Αρ. Πρωτοκόλλου: Φ52/55240/Δ1
18-5-2021 εγκύκλιο του Υ.ΠΑΙ.Θ., με θέμα «Διδασκαλία της 2ης ξένης γλώσσας στα
Δημοτικά Σχολεία για το σχολικό έτος 2021-
2022» και με καμιά δεκαριά ακόμη εγκυκλίους και υπουργικές αποφάσεις (ξέρετε
βεβαίως πως λειτουργεί το επιτελικό μας «άριστο» κράτος) ως προς την επιλογή της 2ης ξένης γλώσσας
ισχύουν τα κάτωθι:
- «Οι
μαθητές/τριες διδάσκονται ως 2η ξένη γλώσσα όποια από τις δυο (Γαλλικά ή
Γερμανικά) έχει την πλειοψηφία των δηλώσεων προτίμησης σε επίπεδο τμήματος,
όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις δηλώσεις των μαθητών/τριών που θα φοιτήσουν
κατά το επόμενο σχολικό έτος στην Ε΄ τάξη. Σε περίπτωση ισοψηφίας στις
προτιμήσεις των μαθητών/τριών του τμήματος, διδάσκεται ως 2η ξένη γλώσσα αυτή
για την οποία
υπάρχουν
διαθέσιμες διδακτικές ώρες σε επίπεδο οικείας Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης. Δεν επιτρέπεται αλλαγή τμήματος μαθητών/τριών λόγω διαφορετικής
προτίμησης σε σχέση με τη 2η ξένη γλώσσα που πλειοψήφησε και διδάσκεται στο
τμήμα τους».
- «Σε
σχολεία με δύο ή περισσότερα τμήματα ανά τάξη, οι μαθητές/τριες δύναται να
κατανεμηθούν σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους σε μεικτά-παράλληλα τμήματα με δυο
προϋποθέσεις:
α) Ο
ελάχιστος αριθμός για τη δημιουργία τμήματος είναι οι 12 μαθητές/τριες.
β) Ο
αριθμός των παράλληλων τμημάτων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των
υφιστάμενων τμημάτων Γενικής Παιδείας, π.χ. από 2 τμήματα Γενικής Παιδείας
δημιουργούνται αποκλειστικά 2 τμήματα 2ης ξένης γλώσσας, από 3 τμήματα Γενικής
Παιδείας δημιουργούνται αποκλειστικά 3 τμήματα 2ης ξένης γλώσσας κτλ.
Στις
περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες (α΄ και β΄) προϋποθέσεις, η
2η ξένη γλώσσα διδάσκεται στο υφιστάμενο τμήμα Γενικής Παιδείας σύμφωνα με την
επιλογή της πλειοψηφίας των μαθητών/τριών σε επίπεδο τμήματος».
- «Στην
περίπτωση κατά την οποία μέχρι την 1η Οκτωβρίου κάθε σχολικού έτους δεν έχει
καλυφθεί η θέση του/της εκπαιδευτικού της ξένης γλώσσας που επιλέχθηκε σύμφωνα
με τις προβλέψεις των παραπάνω παραγράφων 3 & 4, τότε με απόφαση του
οικείου Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, οι μαθητές/τριες διδάσκονται την
ξένη γλώσσα για την οποία υπάρχουν διαθέσιμες διδακτικές ώρες σε επίπεδο της
οικείας Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης».
Σύμφωνα
με τη με αριθμ. 53476/ΓΔ4/04-04-2017 (Β’
1171) Υ.Α. με θέμα: «Επιλογή δεύτερης ξένης γλώσσας και συγκρότηση τμημάτων», την
οποία επικαλείται η υφυπουργός παιδείας στην Φ52/55240/Δ1
18-5-2021 εγκύκλιο του Υ.ΠΑΙ.Θ., προβλέπεται ρητώς ότι η επιλογή της δεύτερης
ξένης Γλώσσας που γίνεται στην Ε΄ τάξη του Δημοτικού ισχύει έως και την Γ΄ τάξη
του Γυμνασίου. Η πρόβλεψη αυτή ακυρώνεται με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθώς
οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που τίθενται (π.χ. ως προς τον αριθμό
τμημάτων δεύτερης ξένης γλώσσας ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό
τμημάτων γενικής παιδείας ή ως προς τις διαθέσιμες διδακτικές ώρες της οικείας
Διεύθυνσης Εκπαίδευσης), αναιρούν την ισχύ της επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας.
Μάλιστα έχει παρατηρηθεί το να αλλάζουν αναγκαστικά γλώσσα ακόμη και σε μαθητές
της Στ’ Τάξης του Δημοτικού, που την προηγούμενη χρονιά επέλεξαν και διδάχτηκαν
Γερμανικά! Οι ακούσιες αυτές αλλαγές δημιουργούν πλείστα προβλήματα σε μαθητές,
γονείς και εκπαιδευτικούς. Οι άμεσες ερωτήσεις που προκύπτουν από το
«αλαλούμ» της δαιδαλώδους και προφανώς «καλής νομοθέτησης είναι: α) Πώς
θα συνεχίσουν την εκμάθηση της δεύτερης ξένης γλώσσας που επέλεξαν οι μαθητές από
τη στιγμή που διακόπτεται η διδασκαλία της; Και β) Πώς θα διδάξουν οι
εκπαιδευτικοί της δεύτερης ξένης γλώσσας ταυτόχρονα σε αρχάριους και
προχωρημένους μαθητές, χωρίς να παρεμποδιστεί η ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος;
Αντί το
υπουργείο Παιδείας να προγραμματίσει από την αρχή της χρονιάς να δώσει λύσεις σε
αυτά τα χρόνια ερωτήματα απαντά με την ισχύουσα νομοθεσία σαν να σου λέει ότι
δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Τα κενά που υπάρχουν στα σχολεία μπορούν να
καλυφθούν άμεσα και να μην αναγκάζονται οι μαθητές να μάθουν μια Γλώσσα που δεν
επέλεξαν. Απλά δεν θέλουν. Αυτό που βεβαίως δεν εκπλήσσει στην Ελληνική
πολιτική είναι ότι τα ίδια ερωτήματα είχε θέσει η νυν υπουργός παιδείας κ. Κεραμέως στον
τέως κ. Γαβρόγλου.
Γκιμίσης
Βασίλης M.Εd. Μαθηματικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου